- ἐγκηρίς
- ἐγκηρίς, ίδος, ἡ,A lump of wax, Androm. ap. Gal.13.693, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐγκηρίδας — ἐγκηρίς lump of wax fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκηρίδες — ἐγκηρίς lump of wax fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκηρίδων — ἐγκηρίς lump of wax fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)